γεννηταγέννητος

γεννηταγέννητος
γεννηταγέννητος, ο (AM)
βλ. γεννητοαγέννητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γεννητοαγέννητος — και γεννηταγέννητος, ο (AM) αυτός που είναι και γεννητός και αγέννητος (δογματικός όρος που αποδίδεται στον Χριστό) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”